σφεντονίζω

σφεντονίζω
Ν
βλ. σφενδονίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σφεντονίζω — βλ. σφενδονίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφενδονίζω — ΝΜΑ, σφεντονίζω Ν [σφενδόνη] ρίχνω λίθους με σφεντόνα, χτυπώ με σφεντόνα νεοελλ. ρίχνω με ορμή κάτι μακριά, εκσφενδονίζω μσν. παθ. σφενδονίζομαι στολίζομαι με θυσάνους («ἐν δὲ τῇ κεφαλῇ αὐτοῡ λινόχρυσον φακιόλιν ἐκσφενδονισμένον», Μαλάλ. Ι.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”